Σελίδες

Thessaloniki video tour

30/9/13

Ρομποτική χειρουργική ή ανοιχτό χειρουργείο

Στις μέρες μας, κάποιοι χειρουργοί έχουν πλέον περισσότερα από δύο χέρια, που μάλιστα είναι φτιαγμένα από μέταλλο και πλαστικό. Αναφερόμαστε στη χρήση της ρομποτικής τεχνολογίας για την εκτέλεση χειρουργικών επεμβάσεων. Η μέθοδος αυτή έχει βρει εφαρμογές και στην ουρολογία, σε επεμβάσεις όπως...
ριζική νευροπροστατευτική προστατεκτομή με εκτεταμένη λεμφαδενεκτομή για καρκίνο του προστάτη, ριζικη νεφρετομη κ.ά.

Η ρομποτική προστατεκτομή είναι η νεότερη μορφή ελάχιστα επεμβατικής μεθόδου η οποία διεξάγεται με τη βοήθεια ενός ρομπότ που ελέγχεται και καθοδηγείται από το χειρουργό. Οι υποστηρικτές της μεθόδου αυτής παρουσιάζουν ως πλεονεκτήματα μικρότερες τομές, λιγότερη αιμορραγία, μειωμένο πόνο και συντομότερη νοσηλεία. Εντούτοις, δεν φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία στην ιατρική κοινότητα σχετικά με τα πλεονεκτήματα της νέας μεθόδου.

Ο αντίλογος βασίζεται κατ’ αρχήν στην έλλειψη μελετών που να αποδεικνύουν τη μακροπρόθεσμη υπεροχή της ρομποτικής μεθόδου. Σύμφωνα με την Diane Robertson, διευθύντρια Υπηρεσιών Αξιολόγησης Τεχνολογίας Υγείας του Ινστιτούτου ECRI (ανεξάρτητος, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ερευνά τις καλύτερες ιατρικές προσεγγίσεις για τη βελτίωση της ασφάλειας, της ποιότητας και της σχέσης κόστους – αποτελεσματικότητας), θεωρεί ότι η κινητήριος δύναμη πίσω από την άνοδο της ρομποτικής χειρουργικής είναι η επιλογή των ασθενών που συχνά επιμένουν να χρησιμοποιήσουν αυτό που εκείνοι θεωρούν ως την καλύτερη και πιο σύγχρονη τεχνολογία, και όχι τα αποδεδειγμένα ιατρικά στοιχεία και δεδομένα. Ο Δρ. Marty Makary, χειρουργός στο Johns Hopkins University School της Βαλτιμόρης συναινεί σε αυτό, υποστηρίζοντας ότι «Δεν έχει υπάρξει ποτέ μελέτη που να αποδεικνύει την κλινική ανωτερότητα της ρομποτικής χειρουργικής». Επίσης, σε δημοσίευση του στο Journal of Healthcare Quality, ο Δρ. Makary γράφει ότι το ρομπότ είναι πιο πολύ εργαλείο μάρκετινγκ για την προσέλκυση ασθενών, παρά ιατρικό εργαλείο που βελτιώνει την περίθαλψη και τη θεραπεία.

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα έρευνα της ECRI, παρότι όντως η ρομποτική προσέγγιση είναι περισσότερο αναίμακτη και προσφέρει μικρότερη νοσηλεία, δεν έχει αποδειχτεί ότι βελτιώνει τα ποσοστά θεραπείας. Τα ποσοστά θεραπείας σε περιπτώσεις καρκίνου του προστάτη, βάσει μετρήσεων καρκινικών κυττάρων στην προστατική επιφάνεια που αφαιρέθηκε αλλά και τα μετεγχειρητικά επίπεδα PSA, δεν έδειξαν διαφορές ανάμεσα στη ρομποτική προστατεκτομή και το ανοιχτό χειρουργείο. Επιπλέον, όσο αφορά τη μετεγχειρητική πορεία των ασθενών, αλλά και τις παρενέργειες της επέμβασης, και πάλι καμία μέθοδος δεν αποδείχτηκε καλύτερη από την άλλη.

Ακόμη και ο Δρ. Hyung Kim, ιατρός ουρολόγος που ο ίδιος πραγματοποιεί ρομποτικές επεμβάσεις στο Cedars-Sinai Medical Center iστο Λος Άντζελες, δεν είναι σίγουρος ότι η νέα μέθοδος κάνει τη διαφορά για τον ασθενή, και παραδέχεται ότι το σύνολο του ιατρικού κόσμου δεν έχει ακόμη συμφωνήσει και αποφανθεί σχετικά.

Μία άλλη ένσταση σχετικά με την υπεροχή της ρομποτικής προσέγγισης είναι ότι ένα ρομπότ δεν μπορεί να αντικαταστήσει ένα χειρουργό με σάρκα και οστά. Σύμφωνα με τον Makary, με τη μέθοδο αυτή «…χάνονται οι πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα – και κυρίως από την αφή, στις οποίες βασίζεται ο χειρουργός». Για πολλούς, η ψηλάφηση θεωρείται αναντικατάστατη, καθώς ο χειρουργός αγγίζει και νιώθει τις ύποπτες περιοχές κι επίσης μπορεί να επιτύχει καλύτερα χειρουργικά όρια. Το ίδιο σημαντική θεωρείται και η σφαιρική και περιφερική θέαση της πάσχουσας περιοχής.

Αυτά τα στερεί η χρήση του ρομπότ. Για πολλούς ελλοχεύει ο κίνδυνος ο χειρουργός να μη δει γειτονικές του προστάτη προσβολές, με συνέπεια να μην αποκατασταθει σωστά η κακοήθεια, Επίσης, κατά το ανοιχτό χειρουργείο μπορεί να υπάρξει άμεση αντιμετώπιση και αποκατάσταση πιθανών προβλημάτων που μπορεί να παρουσιαστούν, όπως απρόσμενος τραυματισμός του ορθού, της ουροδόχου κύστης ή άλλων γειτονικών οργάνων.
Ένα ακόμη θέμα που τίθεται είναι αυτό της εκπαίδευσης των γιατρών στη νέα τεχνολογία και της εμπειρίας που έχουν αποκτήσει, δεδομένου ότι η προσέγγιση αυτή είναι νέα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η επιλογή της μεθόδου θα πρέπει να γίνεται βάσει αποδεδειγμένων αποτελεσμάτων, ικανοτήτων, εξοικείωσης και εμπειρίας του γιατρού, παρά απλή και αβασάνιστη προτίμηση της νέας τεχνολογίας. Ο Δρ. Peter G. Schulam, καθηγητής ουρολογίας στο David Geffen School of Medicine του UCLA υποστηρίζει ότι «Εάν πρέπει να επιλέξετε ανάμεσα σε κάποιον που δεν έχει πραγματοποιήσει πολλές ρομποτικές επεμβάσεις και σε κάποιον που έχει πραγματοποιήσει πολλές ανοιχτές, επιλέξτε την ανοιχτή επέμβαση».

Τέλος, ειδικά στις μέρες μας, ένας παράγοντας που όχι μόνο δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε, αλλά είναι πλέον καθοριστικός, είναι και ο οικονομικός. Ως νέα και μηχανικά υποστηριζόμενη μέθοδος, η ρομποτική χειρουργική είναι πολύ πιο ακριβή. Το κόστος μιας ρομποτικής προστατεκτομής είναι τουλάχιστον 40-50% μεγαλύτερο από εκείνο του ανοιχτού χειρουργείου, και μπορεί να φτάσει και τις 15.000 ευρώ, καθώς και διαρκεί περισσότερη ώρα, αλλά και εκτός από την αμοιβή του χειρουργού, που είναι σαφώς υψηλότερη, ανεβαίνουν τα κόστη και της νοσοκομειακής περίθαλψης, καθώς ο ασθενής επιβαρύνεται και με τη χρήση εργαλείων, υλικών και αναλώσιμων που αφορούν το μηχάνημα-ρομπότ, πράγμα που δεν συμβαίνει στο ανοιχτό χειρουργείο. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση αλλων απλουστερων χειρουργειων , ειδικά στην οποία ο ασθενής θα κληθεί να πληρώσει πολύ περισσότερα χρήματα επιλέγοντας τη ρομποτική προσέγγιση, ενώ και οι επεμβάσεις ανοιχτού χειρουργείου για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι απλές, με το ίδιο μικρό χρόνο νοσηλείας και αποθεραπείας.

Συμπερασματικά, η επιλογή της μεθόδου από τον ασθενή θα πρέπει να γίνεται μετά από σοβαρή σκέψη και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα κριτήρια και τα ρίσκα που υπάρχουν, και όλα αυτά σαφώς υπό το πρίσμα της σχέσης κόστους – αποτελέσματος, εάν δηλαδή τα οφέλη που τελικά μπορεί να προσφέρει η ρομποτική χειρουργική ισοσκελίζουν και συνάδουν με το υψηλότατο οικονομικό τίμημα που θα κληθεί να καταβάλει ο ασθενής.