Σελίδες

Thessaloniki video tour

28/12/17

Η πολύτιμη καφέ αρκούδα




Η αρκούδα, μας είναι ένα ζώο γνώριμο από αφηγήσεις της λαϊκής σοφίας, από παροιμίες και από τα παιδικά παραμύθια...

Η ursus arctus είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η καφέ αρκούδα αποτέλεσε το είδος εκείνο με την εκτενέστερη κατανομή στον κόσμο, με παρουσία στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Βόρειο Αμερική.

Κατά τον 15ο αιώνα, η καφέ αρκούδα έζησε σε ολόκληρη τη γηραιά ήπειρο (εκτός από την Ιρλανδία, την Ισλανδία, την Κορσική και τη Σαρδηνία). Η κατανομή και η έκταση όμως του πληθυσμού της έχει συρρικνωθεί σημαντικά στη διάρκεια των τελευταίων ετών.

Η πυκνότητα των πληθυσμών της καφέ αρκούδας παρατηρείται στην περιοχή μεταξύ Ουραλίων και της Δυτικής Ακτής της Φινλανδίας , όπου φιλοξενείται ο μεγαλύτερος και συνεχέστερος πληθυσμός. Επίσης, ο πληθυσμός των Καρπαθίων είναι ο δεύτερος σε ευρωπαϊκή κατάταξη. Όσο η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι περιορισμένη, τα ζώα αυτά καταλαμβάνουν περιοχές όχι μόνο από φυλλοβόλα ή κωνοφόρα δάση αλλά επίσης στέπες και την αρκτική τούνδρα.

Στην περίπτωση της χώρας μας,  ο πληθυσμός της καφέ αρκούδας που διαβιεί στην περιοχή των Ανατολικών Άλπεων και της Πίνδου χαρακτηρίζεται συνεχιζόμενος και αριθμεί περίπου 2.800. Ακόμη πέντε μικρότεροι πληθυσμοί υπάρχουν στη Δυτική και τη Νότια Ευρώπη, τα Κανταβριγικά όρη, τα Δυτικά Πυρηναία, τα Απένινα όρη και τις νοτιοδυτικές Άλπεις.

Κομβικοί λόγοι που έχουν συμβάλλει στην σταδιακή της εξαφάνιση είναι το κυνήγι της και της καταστροφής του βιοτόπου της, δηλαδή του απαραίτητου φυσικού χώρου όπου η αρκούδα επιτελεί όλες τις λειτουργίες της.

Όσον αφορά την περίπτωση της διαβίωσης της καφέ αρκούδας στην Ελλάδα, παλαιότερα οι αρκούδες κατοικούσαν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ σήμερα η εξάπλωσή της έχει συρρικνωθεί σε δύο γεωγραφικές περιοχές. Οι περιοχές αυτές είναι οι ορεινοί όγκοι της Δυτικής Ροδόπης και της Βόρειας και Κεντρικής Πίνδου. Τα δάση στα οποία προτιμά να διαβιεί είναι κυρίως τα μικτά δάση των κωνοφόρων δέντρων, όπως είναι η πεύκη και η ελάτη, και εκείνα των φυλλοβόλων δέντρων, όπως είναι η οξιά και η δρυς. Τα οικοσυστήματα αυτά συναντώνται κυρίως σε υψομετρική ζώνη από 900 έως 1.7000 μέτρα ενώ κατά τους θερινούς μήνες είναι πιθανό η καφέ αρκούδα να διαβιεί σε καλλιέργειες και οπωρώνες.

Η αρκούδα είναι ένα απόλυτα προστατευόμενο είδος με βάση τόσο την Εθνική νομοθεσία όσο και τη Σύμβαση της Βέρνης.

Ωστόσο, η καφέ αρκούδα, έχοντας διανύσει μία μακρά πορεία εξέλιξης η οποία αγγίζει τα τριανταπέντε εκατομμύρια χρόνια, είναι ένα ιδιαίτερα προσαρμοστικό ζώο.

Ο κύκλος και οι εναλλαγές της διατροφής της καφέ αρκούδας προσαρμόζονται στους ζωτικούς ρυθμούς της κάθε εποχής του άγριου αυτού θηλαστικού. Γενικά η αρκούδα είναι ζώο παμφάγο, τρέφεται κατά προτίμηση με καρπούς του δάσους, όπως βατόμουρα, κορόμηλα, κεράσια, μήλα, αχλάδια, καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς, αγριοφράουλες, βελανίδια, καρπούς οξιάς, αλλά και βολβούς, ρίζες, και χόρτα. Της αρέσει βέβαια και το μέλι! Συμπληρώνει το διαιτολόγιο με μικρά και μεγάλα θηλαστικά, έντομα (κυρίως μυρμήγκια) και άλλα μικρά ζώα, καθώς έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες τροφής για να συντηρήσει τον σωματικό της όγκο. Ωστόσο, ειδικότερα, την άνοιξη, η καφέ αρκούδα τρέφεται με  πόες και αγρωστώδη φυτά, το καλοκαίρι τρώει κυρίως φρούτα και μούρα, ενώ το φθινόπωρο είναι η εποχή του χρόνου κατά την οποία αυξάνονται οι διατροφικές της ανάγκες και προκειμένου να συσσωρεύσει λίπος καταναλώνει μεγάλες ποσότητες από βελανίδια, καρπούς οξιάς, κάστανα φουντούκια. Το κρέας το καταναλώνει όταν είναι διαθέσιμο, και είναι για την αρκούδα εύπεπτο και τροφή υψηλής θρεπτικής αξίας. Οι αρκούδες επιτίθενται σε οικόσιτα και κτηνοτροφικά ζώα. Κυρίως όμως τρώει ασπόνδυλα, αρθρόποδα, έντομα όπως είναι οι προνύμφες,  τα σκουλήκια και τα μαλάκια που αποτελούν για την καφέ αρκούδα υψηλή πηγή πρωτεΐνης, ιδιαίτερα την άνοιξη. Είναι συχνό το φαινόμενο, οι αρκούδες να καταστρέφουν τις μυρμηγκοφωλιές για να τραφούν με προνύμφες και με μυρμήγκια, όπως και με μέλι από τις μέλισσες.

Η αρκούδα διανύει τρεις φάσεις φυσιολογίας και διατροφής: τη φάση της Υποφαγίας, κατά την οποία καταναλώνει ελάχιστη τροφή, τη φάση Υπερφαγίας, κατά την εποχή του φθινοπώρου και μία φάση κανονικής κατανάλωσης τροφής κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το φθινόπωρο, η φυσιολογική λειτουργία του επερχόμενου χειμέριου ύπνου επιτάσσει αυξημένα επίπεδα ενέργειας στον οργανισμό της αρκούδας. Για τις καφέ αρκούδες ο χειμέριος ύπνος αντιπροσωπεύει την προσαρμογή τους στην έλλειψη διαθεσιμότητας τροφής κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Από το τέλος καλοκαιριού και καθ’ όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου οι αρκούδες συσσωρεύουν σημαντικές ποσότητες λίπους για την περίοδο του χειμέριου ύπνου ο οποίος μπορεί να διαρκέσει από 3 έως 7 μήνες. Κατά τη διάρκεια

τη φάσης αυτής, την οποία διανύουν μέσα σε σπηλιές σκαμμένες στο έδαφος και σε φυσικές κοιλότητες, ο μεταβολισμός της αρκούδας μειώνεται στο ελάχιστο και κατά συνέπεια η κατανάλωση ενέργειας μειώνεται κατά 50-70%. Οι χτύποι της καρδιάς μειώνονται σημαντικά και η θερμοκρασία του σώματος πέφτει από 5° έως 8°C. Τα θηλυκά ζώα γεννούν κατά την περίοδο του χειμέριου ύπνου ταΐζοντας τα μικρά τους με γάλα πολύ υψηλό σε λιπαρά.

Σε κατάσταση χειμέριου ύπνου, οι ζωτικές  λειτουργίες των θηλαστικών επιβραδύνονται σημαντικά, όχι όμως δραματικά με αποτέλεσμα το επίπεδο εγρήγορσής τους να είναι υψηλότερο – σε σχέση με την κατάσταση χειμέριας νάρκης άλλων θηλαστικών, όπως είναι ο σκαντζόχοιρος- με αποτέλεσμα να είναι εύκολο να ξυπνήσει μία αρκούδα στη διάρκεια αυτού. Η ενόχληση των αρκούδων κατά τη διάρκεια του χειμέριου ύπνου μπορεί να τις ωθήσει να εγκαταλείψουν μια περιοχή, γεγονός εξαιρετικά επικίνδυνο για τα ζώα που εγκυμονούν ή για αρκούδες που συνοδεύονται ακόμα από τα μικρά τους.

Στα νότια τμήματα εξάπλωσης του είδους η περίοδος του χειμέριου ύπνου είναι συνήθως διακεκομμένη (περίοδοι λήθαργου εναλλάσσονται με περιόδους δραστηριοποίησης) και κάποιες αρκούδες μπορούν ακόμα και να παραμείνουν ενεργές και δραστήριες καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα.

Οι αρκούδες κυκλοφορούν κυρίως κατά τις ήσυχες και μοναχικές ώρες της αυγής, του σούρουπου και τη νύχτα.

Η αρκούδα κοινωνικοποιείται μόνον κατά την περίοδο του ζευγαρώματος. Η εποχή αναπαραγωγής εκτείνεται από τα μέσα Μαΐου έως τα μέσα Ιουλίου. Την περίοδο του ζευγαρώματος, τα αρσενικά είναι ικανά να διανύσουν αποστάσεις από δεκάδες έως εκατοντάδες χιλιόμετρα σε αναζήτηση συντρόφου. Τα θηλυκά δε, είναι ικανά ν’ αναπαραχθούν από την ηλικία των τεσσάρων ή πέντε ετών και η συνολική περίοδος γονιμότητας του ζώου δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε έως τα είκοσι έτη.

Η αρκούδα γεννά σε ειδικά διαμορφωμένη φωλιά έως δύο ή, σπανιότερα τρία μικρά κάθε δύο έως τρία χρόνια μέσα την καρδιά του χειμώνα, κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο ενώ βρίσκεται σε κατάσταση χειμέριου ύπνου. Η φωλιά μίας θηλυκής αρκούδας χρησιμοποιείται, μετά από «μικροεπισκευές» από πολλές γενιές θηλυκών. Τα νεογνά ζυγίζουν 200-400 γραμμάρια και είναι τυφλά. Στο σημείο αυτό αξίζει ν’ αναφερθεί ότι και η αρκούδα έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένη ακοή και όσφρηση. Αντίθετα, η όρασή της είναι λιγότερο ανεπτυγμένη, βλέπει αρκετά καλά σε απόσταση 80 μέτρων αλλά δεν μπορεί να διακρίνει άνθρωπο σε απόσταση 300 μέτρα. Η αρκούδα, παρά τον όγκο του σώματός της μπορεί ν’ αναπτύξει ταχύτητα μέχρι και εξήντα χιλιόμετρα την ώρα.

Στο απόσπασμα του βίντεο, η μαμά αρκούδα όταν συνειδητοποίει ότι το αρκουδάκι της χρειάζεται βοήθεια θυμίζει περισσότερο αντιλόπη στο τρέξιμό της:

Παρόμοια, έχουν απαθανατιστεί εκατοντάδες στιγμιότυπα που αποδεικνύουν ότι η αρκούδα, τόσο η καφέ αρκούδα της βαλκανικής χερσονήσου και της Ευρώπης όσο και η πολιτική αρκούδα των αρκτικών περιοχών είναι μεταξύ των τρυφερότερων ζώων και των προστατευτικότερων μαμάδων.

Ο σεβασμός και η εναρμόνιση της ανθρώπινης δραστηριότητας με τις ανάγκες διαβίωσης της αρκούδας καθιερώθηκε νομικά και θεσμικά μετά από αιώνες κακομεταχείρισης, εκμετάλλευσης και κακοποίησης του αξιολάτρευτου αυτού θηρίου. Πέρα από την ανάγκη προστασίας του είδους της καφέ αρκούδας είναι απαραίτητη η συντήρηση και η αναβάθμιση των βιοτόπων, των χώρων αναπαραγωγής και διαβίωσης της καφέ αρκούδας. Όταν ο ανθρώπινος παράγοντας γίνεται παρεμβατικός, τότε  οι  αποικίες τους αναγκάζονται σε μετανάστευση,  και σταδιακά σε αφανισμό.